- ἡγεμόνευσα
- ἡγεμονεύωlead the wayaor ind act 1st sgἡγεμονεύωlead the wayaor ind act 1st sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἡγεμονεύσας — ἡγεμονεύσᾱς , ἡγεμονέω have authority pres part act fem acc pl (epic doric ionic) ἡγεμονεύσᾱς , ἡγεμονέω have authority pres part act fem gen sg (doric) ἡγεμονεύσᾱς , ἡγεμονεύω lead the way aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηγεμονεύω — ηγεμόνευσα 1. είμαι ηγεμόνας, βασιλεύω: Στην Αγγλία ηγεμονεύει ο βασιλικός οίκος των Πλανταγενέ. 2. κυριαρχώ, έχω πρωταρχική σημασία: Στη συζήτηση ηγεμόνευσε τελικά η σωφροσύνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἡγεμονεύσασα — ἡγεμονεύσᾱσα , ἡγεμονεύω lead the way aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηγεμονεύω — ηγεμονεύω, ηγεμόνευσα βλ. πίν. 19 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής